- διπλώσεως
- διπλώσεω̆ς , δίπλωσιςcompounding of wordsfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπλωτήρας — ο [διπλώνω] 1. μέσο διπλώσεως ή περιτυλίξεως 2. εργαλείο αλιευτικό από καλάμι για να τυλίγουν τις ορμιές … Dictionary of Greek